πανάθλιος

πανάθλιος
α, ο [ία, ον]
1) отверженный; жалкий; несчастный; обнищавший; 2) злобный;

πανάθλιος κακούργος — злостный преступник


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πανάθλιος" в других словарях:

  • πανάθλιος — all wretched masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθλιος — α, ο (Α πανάθλιος, ία, ον) ολωσδιόλου άθλιος, τρισάθλιος, αθλιέστατος, δυστυχέστατος, πάρα πολύ αξιολύπητος νεοελλ. πολύ κακός, κακοηθέστατος, φαυλεπίφαυλος. επίρρ... παναθλίως (Α) με μεγάλη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθλιος] …   Dictionary of Greek

  • πανάθλιος — α, ο ο πολύ άθλιος, ο δυστυχισμένος σε ανώτατο βαθμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παναθλίων — πανάθλιος all wretched fem gen pl πανάθλιος all wretched masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναθλίως — πανάθλιος all wretched adverbial πανάθλιος all wretched masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθλιον — πανάθλιος all wretched masc acc sg πανάθλιος all wretched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναθλίου — πανάθλιος all wretched masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναθλίῳ — πανάθλιος all wretched masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθλια — πανάθλιος all wretched neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθλιε — πανάθλιος all wretched masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθλιοι — πανάθλιος all wretched masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»